asas

Τα νεα μας

Από το χωριό και το Δήμο μας!

Ντοκουμέντο: Πτυχιακή Α.Π.Θ για τον Ι.Ν Παναγίας Αετολόφου που συγκλονίζει.

Ι.Ν Παναγίας Αετολόφου Ι.Ν Παναγίας Αετολόφου

1. Εισαγωγή

1.1 Ναός Κοίμησης της Θεοτόκου - Αετόλοφος Αγιάς

Στο χωριό Αετόλοφος, όπου τοποθετείται η βυζαντινή πόλη Βέσαινα (που ήταν έδρα της ομώνυμης επισκοπής), σώζεται σήμερα ο Ναός Κοίμησης της Θεοτόκου. Το υλικό που προέρχεται από δύο περιοχές στην επαρχία της Αγιάς και βρίσκεται στην αρχαιολογική συλλογή της Αγιάς είναι πλούσιο. Η πρώτη περιοχή αφορά στα χωριά Αετόλοφος και Βαθύρεμα, που ανήκαν κατά τη μέση Βυζαντινή περίοδο στην επισκοπή Βεσαίνης και η δεύτερη στα χωριά της ανατολικής πλευράς του Κισσάβου που βλέπει το Αιγαίο, το γνωστό όρος των Κελλίων με τις πολλές Βυζαντινές μονές.

1.2 Ιστορικά στοιχεία

Στην επαρχία της Αγιάς υπάρχουν αρκετές βυζαντινές εκκλησίες που τιμώνται στο πρόσωπο της Παναγίας. Μια απ’ αυτές που ξεχωρίζουν είναι ο Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου στον Αετόλοφο Αγιάς (παλαιότερα Δέσιανη), το οποίο είναι ένα μικρό χωριό στη δυτική άκρη της πεδιάδας της Αγιάς σε απόσταση 42 χλμ από την Λάρισα [3]. Βρίσκεται στους πρόποδες των δύο λόφων («Αετός» και «Ανάληψη»), οι οποίοι ταυτίζονται από ερευνητές με τους Διδύμους Κολωνούς. Το χωριό είναι ταυτισμένο σύμφωνα με τους ιστορικούς με τη βυζαντινή πόλη Βέσενα ή Βέσαινα ή Βήσσαινα και κατείχε τότε την 18η θέση ανάμεσα στις επισκοπές της μητρόπολης Λαρίσης. Στα 1204 όταν οι Σταυροφόροι της Δ’ Σταυροφορίας, μοίρασαν τα εδάφη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η περιοχή της Βέσαινας δόθηκε ως προσωπικό κτήμα στη σύζυγο του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ’. Η επόμενη αναφορά εισάγεται στον Ιούνη του 1222 όταν ο μητροπολίτης Λάρισας ‘’Καλοσπίτης’’, βρίσκεται στη Βέσαινα συντροφιά με τον επίσκοπό της. Η Βέσαινα ως επισκοπή αναφέρεται και στα 1371 ανάμεσα στις επισκοπές της Λάρισας. Κατά την πρώιμη περίοδο της οθωμανικής κατάκτησης αποτελούσε έναν από τους σημαντικούς, αμιγώς χριστιανικούς, οικισμούς της περιοχής. Κατά την τουρκοκρατία, η Βέσαινα έχασε τον επισκοπικό θρόνο και συγχωνεύτηκε με την επισκοπή Δημητριάδος.

1.2.1 Ναός Κοιμήσεως- Προσωπική συλλογή Π. Μπεϊνά

Τότε μετασχηματίστηκε και το όνομά της από Βέσαινα σε Δέσιανη και ο Αλή-Πασάς των Ιωαννίνων στα τέλη του 18ου αι. μετέτρεψε το χωριό σε ιδιόκτητο τσιφλίκι του γιού του, Βελή. Ειδικότερα το 1779, το τούρκικο όνομα του χωριού ήταν «Μπουγιούκ-κιοϊ», είχε εκατό σπίτια και τέσσερις εκκλησίες, σύμφωνα με τις γραπτές πληροφορίες του Σουηδού περιηγητή Μπγιέρνστωλ. Το 1803 η Δέσιανη έγινε τσιφλίκι του Βελή, γιου του Αλή Πασά. Ο Βελής έκτισε εκεί ένα «κονάκι» μέσα σε ένα περιβόλι με οπωροφόρα δένδρα. Μπροστά από το κονάκι υπήρχε μια μεγάλη τετράγωνη λίμνη που είχε δημιουργήσει ο ίδιος, στο κέντρο της οποίας υπήρχε ένα κιόσκι. Η ταύτιση της Δέσιανης με τη βυζαντινή πόλη Βέσαινα έγινε μετά τη δημοσίευση της έμμετρης επιγραφής, σε μαρμάρινη στήλη, η οποία αναφέρει ότι ο πρωτοσπαθάριος Ευστάθιος, επισκεύασε ή έκτισε την εκκλησία της Παναγίας. Πρόσφατα, μετά από εργασίες αποχωματώσεως που έγιναν γύρω από το μεταβυζαντινό ναό της Παναγίας στη Δέσιανη, επιβεβαιώθηκε η γνώμη του Ν. Γιαννόπουλου ότι η εκκλησία αυτή πρέπει να έχει κτισθεί επάνω σε παλαιότερο παλαιοχριστιανικό ή βυζαντινό ναό και μάλιστα διατυπώθηκε η άποψη ότι ο ναός της Θεόπαιδος, τον όποιο αναφέρει η έμμετρη επιγραφή, είναι πιθανότατα η σωζόμενη ως τις μέρες μας εκκλησία. Κτίστηκε τον 11ο επάνω σε παλαιότερο παλαιοχριστιανικό ή βυζαντινό ναό, από τον οποίο σώζεται το επισκοπικό σύνθρονο στο ιερό. Ο ναός του 11ου αιώνα, μετά από κατάρρευση της ανωδομής του, επισκευάστηκε και αγιογραφήθηκε τον 17ο και τον 19ο αιώνα. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, η πολίχνη Βέσαινα, που είναι γνωστή σε γραπτά κείμενα από τον 11ο αιώνα, είναι έδρα της ομώνυμης επισκοπής της Βεσαίνης, μιας από τις 18 επισκοπές της Μητρόπολης Λάρισας. Η ονομασία του χωριού σε Δέσιανη προήλθε, κατά την άποψη τού τότε Μητροπολίτη Δημητριάδος Γερμανού Μαυρομάτη, από τη λέξη Βέσαινα παραλλάσσοντας το αρχικό γράμμα Β σε Δ. Ο βυζαντινός ναός , κτίσθηκε κατά το Νικ. Νικονάνο στον 11ο αιώνα.
Οι ειδικοί θεωρούν ότι ο υπάρχων βυζαντινός ναός χτίστηκε στο σχέδιο και στο μέγεθος μιας άλλης χριστιανικής βασιλικής και σε μια άλλη φάση, κατά την οποία έπαθε ζημίες και επισκευάσθηκε κατά τον 11ο αιώνα. Το μνημείο έχει υποστεί πολλές μετατροπές κατά τη διάρκεια της πορείας του. Γνώρισε συνεχείς επισκευές κατά τον 17ο και 19ο αιώνα και σε αυτό οφείλονται οι λιγοστές τοιχογραφίες του Ναού που διεσώθησαν. Με το Ναό έχουν ασχοληθεί διεξοδικά σε μελέτες τους ο Νικ. Γιαννόπουλος παλαιότερα, και στα χρόνια μας ο Νικ. Νικονάνος. Ο επισκοπικός θρόνος, ο οποίος βρίσκεται στην κόγχη του Ιερού Βήματος, έδωσε την ευκαιρία στο Γερμανό Μαυρομάτη να ταυτίσει το ναό αυτό με το ναό της Θεόπαιδος, ο οποίος αναφέρεται, σε έμμετρη επιγραφή του 11ου αιώνος, ότι κτίσθηκε ή απόκτησε στέγη από το βυζαντινό αξιωματούχο Ευστάθιο. Παρατίθεται η μοναδική αρχαιολογική μαρτυρία για την πόλη Βέσαινα. Την αντέγραψε ο Θεόδωρος Χατζημιχάλης από τον κατάλογο της Αρχαιολογικής Συλλογής της Αγιάς:

+ΚΑΛΛΙΠΟΝΩΝ ΙΔΡ[Ω]ΤΟC APICTEIHCI MOΓ(ΩΝ) (ή ΜΟΓΗΣΑΣ)
ΟΝ ΚΑΤΑΜΑΡΨΟΝ ΙΕΡΟΝ ΤΗS
ΘΕΟΠΑΙΔΟC ΥΠΕΡΘΕΝ
ΕΥCTAΘΙΟC TEYΞΕ
ΤΕΓΕΟΝ ΟC ΛΑΧΕΝ ΑΓΕΙΝ
ΓΑΙΑΝ ΤΗΝ ΔΕ
ΒΕCAINHC KYΔΑΛΙΜΟC ΠΡΩΤΟCΠΑΘ[ΑΡΙΟΣ]

Ο Ν. Γιαννόπουλος ερμηνεύοντας την επιγραφή, αναφέρει οτι «ο Ευστάθιος, στρατιωτικός πρωτοσπαθάριος, ίδρυσε ή επισκεύασε ναό της Θεοτόκου (της Θεόπαιδος) και οτι προΐστατο της χώρας Βεσαίνης». Στη φράση ΤΕΓΕΟΝ ΟC ΛΑΧΕΝ ΑΓΕΙΝ ΓΑΙΑΝ ΤΗΝ ΔΕ ΒΕCAINHC τονίζεται με το ΤΗΝ ΔΕ ότι ο Ευστάθιος, ο οποίος διοικεί αυτήν εδώ τη χώρα της Βέσαινας, δηλαδή η ενεπίγραφη μαρμάρινη στήλη και επομένως και η εκκλησία της Θεόπαιδος, στην οποία ήταν στημένη η στήλη αυτή, βρίσκονταν μέσα στη Βέσαινα. Η φράση ΙΕΡΟΝ ΤΗS ΘΕΟΠΑΙΔΟC ΥΠΕΡΘΕΝ ΕΥCTAΘΙΟC TEYΞΕ ΤΕΓΕΟΝ αναφέρεται σε ίδρυση του ναού γιατί δε θεωρείται πιθανό για μια επισκευή στέγης ή κάποια γενικότερη επισκευή να στηνόταν ενεπίγραφη μαρμάρινη στήλη και δεύτερον, διότι ο συνθέτης του επιγράμματος, δεν είναι πιθανό να έδωσε στο ΤΕΓΕΟΝ την κυριολεκτική του σημασία — σκεπή, οροφή —, αλλά ότι χρησιμοποίησε το μέρος αντί του όλου. Στο ιερό, δεξιά και πάνω από το τόξο της εισόδου, που οδηγεί στην πρόθεση, υπάρχει η χρονολογία της ιστόρησης του Ιερού. Το 1859 ιστορήθηκε ο νάρθηκας από το Σαμαρινιώτη ιερέα Γεώργιο. Το δηλώνει η επιγραφή η οποία σώζεται στο υπέρθυρο της εισόδου στον κυρίως ναό, στον ανατολικό τοίχο του νάρθηκα. Οι εργασίες των τελευταίων χρόνων για την επισκευή του ναού, βοήθησαν στην ενίσχυση των βυζαντινών του στοιχείων, όχι όμως και στη συντήρηση των τοιχογραφιών των νεότερων χρόνων, οι οποίες καλύπτουν με τη σειρά τους ένα άλλο στρώμα τοιχογραφιών της εποχής του 17ου αιώνος. O τύπος της τρίκλιτης βασιλικής, o οποίος αντιπροσωπευόταν στη Θεσσαλία, με τις τρεις εκκλησίες: Κοίμηση τής Θεοτόκου στον Αετόλοφο, Παναγία στο Βαθύρεμα και καθολικό της μονής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Μεγαλόβρυσο, δείχνει σημαντική διάδοση του συγκεκριμένου τύπου στην περιοχή.

1.3 Aρχιτεκτονική Ναού

H ξυλόστεγη (μεσοβυζαντινή τρίκλιτη Βασιλική) είναι χωρισμένη με πεσσοστοιχίες σε τρία κλίτη. Διακρίνονται εντοιχισμένα αρχαία, παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά (1362 μ.Χ.) αρχιτεκτονικά μέλη. Ο βυζαντινός ναός, φέρει τοιχογραφίες του 1820 και 1859. Φέρει δύο στρώματα τοιχογραφιών του 17ου και του 19ου αιώνος, της γ΄ φάσης του. Πρόκειται για μια μεγάλη τρίκλιτη βασιλική με πεσσοστοιχίες, η οποία στα δυτικά φέρει σύγχρονο με τον κυρίως ναό νάρθηκα και καλύπτεται με ενιαία ξύλινη στέγη. Η πέτρινη εκκλησία είναι κτισμένη επάνω σε θεμέλια παλαιοχριστιανικού ή Βυζαντινού Ναού του 11ου αιώνα που διέθετε μαρμάρινο τέμπλο.
Σε κάτοψη έχει σχήμα ορθογώνιο ελαφρά ακανόνιστο γιατί η νότια πλευρά είναι κατά 0.50 μ. περίπου μεγαλύτερη. Εξωτερικά το πλάτος του μνημείου είναι 14.94 μ. περίπου και το συνολικό του μήκος — κυρίως ναός και νάρθηκας χωρίς τις κόγχες του ιερού — 22.30 μ. στη βόρεια πλευρά και 22.80 μ. στη νότια. Το κεντρικό κλίτος απολήγει στα ανατολικά σε μια ευρύχωρη ημικυκλική κόγχη — χορδής 5.90 και ακτίνας 2.95 μ. —, η οποία εξωτερικά είναι βαθμιδωτή και έχει σχήμα πεντάπλευρο, ενώ τα πλάγια απολήγουν σε μικρότερες κόγχες — χορδής 2.36 μ. η βόρεια και 2.31 μ. η νότια — εσωτερικά και εξωτερικά ημικυκλικές. Το μεσαίο κλίτος έχει πλάτος 6.32 μ. περίπου και χωρίζεται από τα πλάγια (πλάτους 2.80 μ. περίπου) με δύο πεσσοστοιχίες. Τα κλίτη δηλαδή χωρίζονται με φράγματα τοιχοποιίας που τα διατρυπούν τοξωτά ανοίγματα. Τα δύο ανατολικά, τα οποία αντιστοιχούν στο Ιερό και χρησιμεύουν για την επικοινωνία των παραβημάτων με το χώρο του Ιερού Βήματος, είναι στενότερα — πλάτους 1.15 μ. περίπου — και χαμηλότερα — ύψους 2.20 μ.-, ενώ τα υπόλοιπα ανοίγματα, τα όποια επιτρέπουν την επικοινωνία ανάμεσα στα τρία κλίτη, είναι φαρδύτερα και υψηλότερα). Το πλάτος τους κυμαίνεται από 2.20 έως 2.50 μ. και το ύψος τους από 3.12 ως 3.22 μ. Στη δυτική πλευρά το κεντρικό κλίτος φέρει ένα χαμηλό ορθογώνιο άνοιγμα (ύψους 1.90 μ.) για την επικοινωνία με το νάρθηκα, ενώ στο δυτικό τοίχο του βόρειου κλιτούς ανοίγεται ένα παράθυρο κλεισμένο με ξύλινο «καφασωτό».
Ολόκληρο το κτίσμα καλύπτεται με ενιαία ξύλινη στέγη που προεξέχει από την εξωτερική κατακόρυφη επιφάνεια των τοίχων και σχηματίζει γείσο, ενώ στο εσωτερικό φέρει επίπεδη οροφή με χρωματισμένα ξύλινα φατνώματα. Ο νάρθηκας καταλαμβάνει ολόκληρο το πλάτος του κυρίως ναού (πλάτος 13.50 μ.), με μικρές διαστάσεις 4.12 μ. στη βόρεια πλευρά και 4.20 μ. στη νότια. Η επικοινωνία με το εξωτερικό γίνεται με δύο εισόδους. Μία στο μέσο του δυτικού τοίχου του νάρθηκα και μία στο μέσο περίπου της βόρειας πλευράς του κυρίως ναού. Ο κυρίως ναός φωτίζεται με πέντε ορθογώνια παράθυρα — τέσσερα στη νότια πλευρά και ένα στη βόρεια —. Το Ιερό με τρία στενά μονόλοβα που ανοίγονται στις κόγχες του Ιερού Βήματος και των παραβημάτων (ένα σε κάθε κόγχη) και ο νάρθηκας με τρία επίσης ορθογώνια παράθυρα, ένα στη νότια πλευρά και δύο μικρά στενόμακρα, υψηλά, σχεδόν στην κορυφή του δυτικού τοίχου, δεξιά και αριστερά από την είσοδο.

Ο ναός κατά τον 17ο αιώνα ανακαινίσθηκε και απέκτησε τοιχογραφίες, για να υποστεί στην πρώτη εικοσαετία του 19ου αιώνα μετατροπές και να αποκτήσει το στρώμα των τοιχογραφιών, το οποίο σώζεται αρκετά αλλοιωμένο σήμερα. Τμήματα του ζωγραφικού διακόσμου του 17ου αιώνα διακρίνονται στο Ιερό βήμα ενώ οι υπόλοιπες επιφάνειες του ναού., οι οποίες κάλυψαν το παλαιότερο στρώμα, κοσμούνται με τοιχογραφίες του 19ου αιώνα. Στον ναό διατηρείται εξαιρετικής τέχνης ξυλόγλυπτο τέμπλο που χρονολογείται, όπως και οι εικόνες του, στον 17ο αιώνα. Το μνημείο έχει υποστεί πολλές μετατροπές κατά τη διάρκεια της πορείας του. Οι ειδικοί θεωρούν ότι ο υπάρχων βυζαντινός ναός χτίστηκε στο σχέδιο και στο μέγεθος μιας άλλης χριστιανικής βασιλικής και σε μια άλλη φάση, κατά την οποία έπαθε ζημίες, επισκευάσθηκε κατά τον 11ο αιώνα.
Η τοιχοδομία, η οποία έχει δεχθεί αλλεπάλληλα πρόχειρα αρμολογήματα στις εξωτερικές επιφάνειες, έγινε από μικρές σχετικά πέτρες, αδρά ή καθόλου λαξεμένες, και ισχνό συνδετικό κονίαμα. Ο τρόπος αυτός του κτισίματος βρίσκεται σέ ολόκληρο το κτίσμα έκτος από τις κόγχες του Ιερού. Εκεί χρησιμοποιούνται συνήθως μεγαλύτερες πέτρες και πωρόλιθοι και ανάμεσά τους, ιδιαίτερα στα κάτω τμήματα τής τοιχοποιίας, παρεμβάλλονται κομμάτια από οπτόπλινθους και κεραμίδια σέ ένα εντελώς ελεύθερο και χαλαρό πλινθοπερίκλειστο σύστημα.

Σχετικά με την τοιχοποιία πρέπει να προστεθεί ότι τις κορυφές τής κεντρικής βαθμιδωτής κόγχης τις επιστέφει ένα λοξότμητο γείσο που σχηματίζεται από λαξεμένους πωρόλιθους, ανάμεσα στους οποίους παρεμβάλλονται δύο, τρεις ή τέσσερις οπτόπλινθοι. Οι οπτόπλινθοι αυτές, έχουν ειδικά κατασκευασθεί για το γείσο, γιατί η εξωτερική ορατή τους όψη ακολουθεί το σχήμα των λαξεμένων πωρόλιθων. Το πάχος των τοίχων του μνημείου είναι γύρω στα 0.75 μ., της κεντρικής κόγχης στο σημείο που ανοίγεται η φωτιστική σχισμή 0.87 μ. και στις πλάγιες κόγχες 0.75 μ. Στα κομμάτια των οπτόπλινθων που χρησιμοποιούνται στις κόγχες του Ιερού, το πάχος κυμαίνεται από 0.032 ως 0.05 μ.

1.4.1 Εσωτερικό Ναού - Προσωπική συλλογή Π. Μπεϊνά

Το εσωτερικό φέρει τοιχογραφίες μισό-κατεστραμμένες, οι οποίες χρονολογούνται στις αρχές τού 19ου αι, αλλά κάτω από αυτές υπάρχει ένα παλαιότερο στρώμα που ανάγεται στο 17ο αι. Επίσης διατηρείται στη θέση του το ξυλόγλυπτο τέμπλο. Στο Ιερό υπάρχει κτιστή Αγία Τράπεζα και στην κορυφή της ημικυκλικής κόγχης επισκοπικός θρόνος. Τέλος, το δάπεδο είναι σύγχρονο, από τσιμέντο που το τοποθέτησαν τα τελευταία χρόνια και μ’ αυτόν τον τρόπο σκέπασαν δυστυχώς τη μαρμάρινη βάση του τέμπλου, η οποία ήταν ορατή παλαιότερα και μαρτυρούσε ότι ο μεταβυζαντινός ναός έχει κτισθεί επάνω σε βυζαντινή εκκλησία. Το κτίσμα γενικά έχει δεχθεί πολλές μικροεπισκευές — χαμήλωμα οροφής, εξωτερικά αρμολογήματα, εσωτερικά επιχρίσματα και ασβεστώματα, ανύψωση δαπέδου, επιζωγραφίσεις κλπ.- που το παραμορφώνουν - και κοντά σ’ αυτά είχε τελευταία περιφερειακά μια επίχρωση από 0.60 ως 2.10 μ. που έκανε το ναό να φαίνεται περισσότερο χαμηλός απ’ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Παρόλα αυτά, ιδιαίτερα μετά την αποχωμάτηση που έγινε γύρω από την εκκλησία, μπορούμε να διαπιστώσουμε τις κύριες τουλάχιστον διαδοχικές φάσεις της ζωής του μνημείου και να προσδιορίσουμε με ασφάλεια τη μορφή της κάτοψης της μεσοβυζαντινής βασιλικής.

Κατά την αποχωμάτωση στα επιφανειακά στρώματα υπήρχαν μεταβυζαντινά όστρακα. Χαμηλότερα όμως, στο ύψος περίπου του αρχικού δαπέδου, βρέθηκαν όστρακα βυζαντινά του 11ου και 12ου αι., ενώ παράλληλα αποκαλύφθηκαν τα κάτω τμήματα της τοιχοποιίας του ναού, τα οποία ανάγονται στη Μεσοβυζαντινή εποχή και είναι κτισμένα με πλινθοπερίκλειστο σύστημα σε ελεύθερη απόδοση. Κατά μήκος και σε επαφή με τη νότια πλευρά βρέθηκε ένας παλαιότερος τοίχος, ο όποιος εισχωρεί κάτω από το νότιο τοίχο του ναού και πιθανότατα ανάγεται στην παλαιοχριστιανική περίοδο. Σύγχρονο με τον τοίχο αυτόν φαίνεται να είναι και το κάτω τμήμα μιας ημικυκλικής κόγχης, επάνω στην οποία πατάει η πεντάπλευρη κόγχη της κεντρικής αψίδας. Μετά την αφαίρεση των χωμάτων γύρω από το μνημείο και την έρευνα στους εσωτερικούς τοίχους, στα τμήματα που δε σώζεται καμιά τοιχογράφηση, διαπιστώθηκε ότι αρχικά, όπως δείχνουν κυρίως τα υπολείμματα της κόγχης, υπήρχε ένας παλαιοχριστιανικός ναός, ότι στην ίδια θέση κτίστηκε στη μεσοβυζαντινή περίοδο μια νέα βασιλική με πεσσοστοιχίες και οτι το 17ο αι. η εκκλησία αυτή, της οποίας όλη η ανωδομή είχε καταρρεύσει, ξανακτίστηκε.
Οι μεταβυζαντινοί τεχνίτες δεν αλλοίωσαν το σχέδιο του βυζαντινού ναού, ύψωσαν όμως τους τοίχους της νέας εκκλησίας ακριβώς επάνω στα υπολείμματα της παλαιάς, έτσι που να μπορούμε σήμερα να αποκαταστήσουμε την κάτοψη του βυζαντινού κτίσματος. Η βυζαντινή βασιλική έχει τις διαστάσεις και τη μορφή της κάτοψης του σημερινού ναού. Διαφορές υπάρχουν κυρίως στα ανοίγματα και την ανωδομή, η οποία έχει τη μορφή του 17ου αι. και των μεταγενέστερων επισκευών. Ο βυζαντινός ναός έφερε στη δυτική πλευρά τρία θυραία ανοίγματα, ένα πλατύτερο στο μέσο (πλάτος 2.18 μ. ) και δύο στενότερα (πλάτος 1.39 μ. το βόρειο και 1.44 μ. το νότιο) στα πλάγια. Τα ανοίγματα τα είχε και ο ναός του 17ου αι. αλλά αργότερα, (πιθανώς στις αρχές του 19ου αι.), όταν έγινε η νέα τοιχογράφηση, έκλεισαν τα δύο πλάγια και άφησαν μόνο το κεντρικό, το οποίο όμως στένεψαν.

Από το 17ο αι. διατηρούνται στη θέση τους τα κατώφλια της κεντρικής και βόρειας θύρας και δίνουν τη στάθμη του δαπέδου του ναού του 17ου αι., το δάπεδο όμως της βυζαντινής βασιλικής ήταν αρκετά χαμηλότερα. Αυτό το συμπεραίνουμε από το ότι οι πλευρές των θυρωμάτων διατηρούν τη βυζαντινή τοιχοποιία γύρω στα 0.80 μ. επάνω από τα κατώφλια, αλλά συνεχίζονται και κάτω απ’ αυτά. Σε ύψος γύρω στα 0.70 μ. από το κατώφλι της κεντρικής εισόδου διατηρούνται τα υπολείμματα μιας οδοντωτής ταινίας της αρχικής βυζαντινής τοιχοποιίας. Η ταινία αυτή πρέπει να βρισκόταν στο ύψος του αρχικού υπέρθυρου και να περιέτρεχε περιφερειακά το τύμπανο της εισόδου. Απέναντι από τις τρεις αυτές εισόδους ανοίγονταν στον ανατολικό τοίχο του νάρθηκα άλλα τρία θυραία ανοίγματα που το καθένα τους οδηγούσε σ’ ένα από τα τρία κλίτη του κυρίως ναού. Σήμερα τα δύο πλάγια ανοίγματα και τα ακραία τμήματα του κεντρικού είναι φραγμένα με μεταγενέστερες τοιχοποιίες. Μια έρευνα στα χαμηλά τμήματα του κεντρικού ανοίγματος και στις θέσεις, όπου υπολογιζόταν ότι θα βρεθούν τα πλάγια, αποκάλυψε τα κάτω τμήματα των σταθμών των αρχικών βυζαντινών περιθυρωμάτων και οι τρείς είσοδοι έχουν άνοιγμα 1.80 μ. και βρίσκονται στο μέσο του δυτικού τοίχου κάθε κλίτους.

Στον κυρίως ναό οι διαστάσεις και η διαίρεση του βυζαντινού κτίσματος είναι αυτές που έχει η σημερινή εκκλησία, μιας που οι πεσσοστοιχίες και τα κάτω τμήματα των πλάγιων τοίχων είναι τα αρχικά. Το ίδιο συμβαίνει και με το Ιερό. Όλη η ανατολική πλευρά έχει δεχθεί πολλές επισκευές, τα παλαιά όμως τμήματα που σώζονται επιτρέπουν να αναπαρασταθεί και στο τμήμα αυτό η βυζαντινή φάση, η οποία δε διαφέρει στη μορφή της κάτοψης από τη σημερινή. Συγκεκριμένα η βυζαντινή τοιχοποιία (η όποια διατηρείται πολύ καλά στην κάτω νοτιοανατολική γωνία του κτίσματος) συνεχίζεται αδιάσπαστη στην ημικυκλική κόγχη του διακονικού, συνδέεται μετά με την κεντρική κόγχη, περιτρέχει τις πέντε πλευρές της και φτάνει, τέλος, ως την αρχή του ημικύκλιου της κόγχης της πρόθεσης. Τα υπόλοιπα 2/3 περίπου της τελευταίας αυτής κόγχης στη βάση της, όπως και τα επάνω τμήματα σε όλες τις κόγχες, είναι νεότερα και πολλές φορές αρμολογημένα και συμπληρωμένα. Τα κάτω όμως αρχικά τμήματα πού διατηρούνται διασώζουν τη διαμόρφωση τής ανατολικής πλευράς και ολοκληρώνουν έτσι την αναπαράσταση της κάτοψης τής βυζαντινής βασιλικής. Για τη μορφή και τον αριθμό των παραθύρων δεν ξέρουμε τίποτα, γιατί η βυζαντινή τοιχοποιία στους εξωτερικούς τοίχους δε σώζεται περισσότερο από 0.80 μ. περίπου επάνω από τη στάθμη του δαπέδου του μεταβυζαντινού ναού. Επίσης δεν έχουμε στοιχεία για τη μορφή τής κάλυψης. Ωστόσο, αν λάβουμε υπόψη ότι όλες σχεδόν οι βυζαντινές βασιλικές τής χερσονήσου τού Αίμου είχαν υπερυψωμένο το μεσαίο κλίτος, ότι στην πλειονότητά τους ήταν ξυλόστεγες και συνδυάσουμε τις παρατηρήσεις αυτές με το γεγονός ότι οι τοίχοι και οι πεσσοστοιχίες της εκκλησίας έχουν το συνηθισμένο πάχος των 0.72 μ. περίπου, πρέπει να θεωρήσουμε μάλλον βέβαιο ότι και η βασιλική στον Αετόλοφο ανήκε στην κατηγορία των ξυλόστεγων ελληνιστικών. Σχετικά με τη βαθμιδωτή μορφή της κεντρικής αψίδας θεωρούμε απίθανο η διαμόρφωση αυτή της κόγχης να έγινε από τους μεταβυζαντινούς τεχνίτες χωρίς να προϋπήρχε στον αρχικό βυζαντινό ναό. Πιθανότατα την εποχή της ανακαίνισης διατηρούνταν τα πλάγια τμήματα της κόγχης έως το τεταρτοσφαίριο και κατά την ανακαίνιση επανέλαβαν την αρχική βαθμιδωτή διάταξη.

Στην τοιχοδομή χρησιμοποιούνται μεγάλες κατά κανόνα πέτρες, μάρμαρα, οπτόπλινθοι και ισχυρό συνδετικό κονίαμα. Οι λίθοι είναι λαξεμένοι, κατά κανόνα το σχήμα τους είναι στενόμακρο — συχνά το μήκος τους φτάνει από 1 ως 1.40 μ., ενώ το ύψος τους κυμαίνεται συνήθως ανάμεσα στα 0.20 ώς 0.30 μ. — και αρκετοί από αυτούς είναι σέ δεύτερη χρήση. Οι οριζόντιες στρώσεις των λίθων δεν είναι πάντα συνεχείς, γιατί διακόπτονται από λίθους με μεγαλύτερο ύψος. Στις γωνίες χρησιμοποιούνται μεγάλα αγκωνάρια χωρίς την παρεμβολή μικρών λίθων. Στους οριζόντιους αρμούς υπάρχουν μία ή δύο σειρές οπτόπλινθων, στις θέσεις όμως πού οι διπλανοί λίθοι έχουν διαφορετικά ύψη, έχουμε τρία ή τέσσερα επάλληλα κομμάτια οπτόπλινθων. Στους κάθετους αρμούς χρησιμοποιείται συνήθως ένα κάθετο πλίνθινο κομμάτι και πολύ σπάνια πολύ μικρά πλίνθινα κομμάτια τοποθετημένα οριζόντια το ένα επάνω στο άλλο. Το πάχος των οπτόπλινθων είναι 4 εκ. περίπου και πιο σπάνια 32 εκ. Τέλος, η ύπαρξη υπολειμμάτων οδοντωτής ταινίας δεξιά και αριστερά από την κεντρική δυτική είσοδο προϋποθέτει ότι παρόμοιες ταινίες επέστεφαν τις κορυφές των τοίχων και πιθανότατα περιέτρεχαν τις εξωτερικές πλευρές των λοβών των παραθύρων.

1.5 Χρονολόγηση

Για τη χρονολόγηση του μνημείου τα μόνα στοιχεία πού έχουμε είναι η μορφή της κάτοψης και τα κάτω τμήματα της τοιχοποιίας. Η «Παναγία» στον Αετόλοφο συνδέεται άμεσα με τις μεγάλες μέσο βυζαντινές βασιλικές και προσθέτει ένα νέο παράδειγμα τού τύπου στο μικρό σχετικά αριθμό των μνημείων τής κατηγορίας αυτής- η χρονολόγησή της όμως σε στενά χρονολογικά πλαίσια μόνο με τα στοιχεία της κάτοψης ως συγκριτικό υλικό είναι επισφαλής. Οι αναλογίες των κατόψεων, συγκεκριμένα η σχέση του μήκους του κυρίως ναού προς το πλάτος του, καθώς και η σχέση του πλάτους του κεντρικού κλίτους προς τα πλάγια, δεν μπορούν να αποτελέσουν χρονολογικό κριτήριο, ούτε επιχωριάζουν κατά περιοχές. Εξάλλου, οι βυζαντινές βασιλικές συχνά έχουν κτισθεί επάνω σε παλαιοχριστιανικούς ναούς και η κάτοψή τους έχει επηρεαστεί από τα παλαιοχριστιανικά κτίσματα ή έχουν δεχθεί προσθήκες και επισκευές. Η χρήση των πεσσών αντί των κιόνων, έχει μια γενικότερη εφαρμογή στη Μεσοβυζαντινή περίοδο και δεν περιορίζεται σε ορισμένα στενότερα χρονικά πλαίσια. Ουσιαστικότερο βοηθητικό στοιχείο στη χρονολόγηση αποτελεί ή διαμόρφωση τής ανατολικής πλευράς. Στον Αετόλοφο εγκαταλείπεται η συνηθισμένη κατά τον 9ο και 10ο αι. διάταξη με τις τρείς ημικυκλικές αψίδες και η κεντρική γίνεται πεντάπλευρη, ενώ οι πλάγιες κρατούν το ημικυκλικό σχήμα της πρώτης χιλιετίας, το οποίο συναντάται και τον 11ο αι., αλλά στο 12ο αι. για μεγάλα μνημεία αποτελεί σπάνια εξαίρεση. Η θλάση της στέγης στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας, η οποία πρέπει να υπήρχε και στον αρχικό ναό, είναι επίσης αρχαϊκό στοιχείο που συναντάται στην πρώτη χιλιετία, αλλά βρίσκεται και αργότερα στη Μακεδονία.

Στην τοιχοποιία, η χρήση παλαιότερων αρχιτεκτονικών μελών και λιθόπλινθων, η οποία είναι γενικά συνηθισμένη στους βυζαντινούς ναούς, όταν το υλικό αυτό υπάρχει στον τόπο όπου ανεγείρεται η εκκλησία, και το ελεύθερο πλινθοπερίκλειστο σύστημα, που από τις αρχές της δεύτερης χιλιετίας φαίνεται ότι έχει επικρατήσει και στο Θεσσαλικό χώρο, δεν παρέχουν σε ξεκάθαρα στοιχεία για συγκεκριμένη χρονολόγηση. Σώζονται μόνο αποσπασματικά τα κάτω τμήματα των τοίχων και δεν μπορούμε να έχουμε ολοκληρωμένη την εικόνα της τοιχοποιίας.
Αριστερά τμήμα του εικονοστασίου από την Πρόθεση και δεξιά επιτοίχιος ζωγραφικός διάκοσμος - Προσωπική συλλογή Π. Μπεϊνά τις γωνίες του κτίσματος έχει γίνει χρήση μεγάλων παλαιών λίθων σε σειρές όχι πάντα συνεχείς, οι αρμοί συχνά είναι στενοί, υπάρχουν πλίνθινα κομμάτια συμπληρωματικά στα κενά, όταν οι λίθοι δεν είναι τετραγωνισμένοι, και οι οριζόντιες σειρές των οπτόπλινθων σε μερικά μέρη φτάνουν τις τρείς. Η τοιχοποιία αυτή, όταν τη συγκρίνει κανείς με τη σειρά των μνημείων, στα οποία γίνεται χρήση παλαιότερου οικοδομικού υλικού, παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με την τοιχοποιία του καθολικού του Όσιου Λουκά και του Αγίου Νικολάου στην Αυλίδα, κτίσματα των αρχών τού 11ου αι. Οι ενδείξεις αυτές της τοιχοδομής σε συνδυασμό με τη διαμόρφωση των αψίδων του Ιερού, τις πεσσοστοιχίες και τη θλάση της στέγης στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας, μπορούν να τοποθετήσουν κατά πάσα πιθανότητα το μνημείο στο πρώτο μισό τού 11ου αι. Ένα τρίτο στοιχείο που μπορεί έμμεσα να βοηθήσει στη χρονολόγηση είναι η επιγραφή του πρωτοσπαθάριου Ευσταθίου της Συλλογής Αγιάς. Λαμβάνοντας υπόψιν ότι:
A. Η βυζαντινή πόλη Βέσαινα είναι η Δέσιανη (σήμερα Αετόλοφος)
B. Στον Αετόλοφο δεν υπάρχει άλλος ναός αφιερωμένος στην Παναγία
C. Η μεσοβυζαντινή φάση του ναού της Παναγίας όπως μαρτυρούν τα υπολείμματα του πρέπει να έγινε τον 11ο αι., και
D. Η δραστηριότητα του πρωτοσπαθάριου Ευσταθίου μπορεί να τοποθετηθεί στον 11ο αι.

Συμπεραίνουμε ότι ο ναός της Θεόπαιδος που έκτισε ο πρωτοσπαθάριος Ευστάθιος είναι η βυζαντινή φάση της εκκλησίας της Παναγίας στον Αετόλοφο. Αν η υπόθεση αυτή είναι ορθή, η ύπαρξη στοιχείων που δείχνουν ότι η εκκλησία κτίστηκε επάνω στα ερείπια παλαιοχριστιανικού ναού δικαιολογεί ως ένα σημείο και τη φράση ΥΠΕΡΘΕΝ ΕΥCTAΘΙΟC TEYΞΕ ΤΕΓΕΟΝ, μιας πού την εποχή του πρωτοσπαθάριου το παλαιοχριστιανικό κτίσμα πρέπει να ήταν ερειπωμένο ως τη στάθμη των θεμελίων και ο Ευστάθιος το ξαναέκτισε. Ακόμη, η ταύτιση του Αετόλοφου με τη βυζαντινή πόλη Βέσαινα, που σύμφωνα με τις πηγές ήταν έδρα επισκόπου, και η ύπαρξη επισκοπικού θρόνου στο ναό της Παναγίας, ο οποίος θα υπήρχε στη βυζαντινή φάση του ναού και τον επανατοποθέτησαν και στη μεταβυζαντινή εκκλησία, επιβεβαιώνει ότι η «Παναγία» ήταν ο επισκοπικός ναός της πόλης.

Απόσπασμα από:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΦΥΣΙΚΗΣ
Πτυχιακή Εργασία
Μαρία Τουρλή
ΑΕΜ 14333
Επιβλέπων
Γεώργιος Βουρλιάς

Ο Βελή Πασάς το 1803 αγόρασε την περιοχή του Αετολ...
Αετόλοφος: Εδώ γεννήθηκε ο Ασκληπιός, ο γιος του ...
 
Αετόλοφος
21 Νοεμβρίου 2021
Αγαπητοί μου ενορίτες, μετά από πολύ καιρό αισθάνομαι την ανάγκη να επικοινωνήσω μαζί σας, αρχικά δια της παρούσης και κ...
679 Εμφανίσεις
Αετόλοφος
29 Μαϊος 2021
Σε προγραμματισμένες διακοπές στην παροχή ηλεκτρικού ρεύματος σε περιοχές της Περιφερειακής Ενότητας Λάρισας θα προχωρήσ...
1382 Εμφανίσεις
Αετόλοφος
23 Απριλίου 2021
Μια πρώτη ενημέρωση για τις ακολουθίες της Μ. Εβδομάδας Σάββατο ΛΑΖΑΡΟΥ, Θ. Λειτουργία πρωί, ώρα 07:30 Κυριακή ΒΑΙΩΝ, Θ....
846 Εμφανίσεις
Αετόλοφος
21 Απριλίου 2021
Κατόπιν επικοινωνίας με την ΔΕΥΑ Αγιας μας ενημέρωσαν πως η διακοπή στη παροχή υδρευσης οφείλεται σε βλάβη στην πομώνα α...
736 Εμφανίσεις
Αετόλοφος
14 Απριλίου 2021
Αγαπητοί μου ενορίτες, Το ερχόμενο Σάββατο 17 Απριλίου 2021, εκτάκτως θα τελέσουμε θεία λειτουργία <<ΕΙΔΙΚΟΥ ΣΚΟΠΟ...
855 Εμφανίσεις
Αετόλοφος
31 Μαρτίου 2021
  Δεν έχει υπάρξη τέτοια εικόνα απαξίωσης ενός τόπου, στα ιστορικά χρονικά. Ο Αετόλοφος έρμαιο στην τύχη του το μόν...
1045 Εμφανίσεις

Επικοινωνηστε μαζι μας για κάθε πληροφορία σχετικά με τον Αετόλοφο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies που διασφαλίζουν την καλύτερη εμπειρία.